- ανάγραπτος
- ἀνάγραπτος, -ον (ΑΜ) [ἀναγράφω]ο καταχωρισμένος σε έγγραφοαρχ.1. γραμμένος σε επίσημο κείμενο, εμπεριεχόμενος σε δημόσια επιγραφή «εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεί ἀνάγραπτος» (Θουκ. 1, 129)2. απαθανατισμένος, ένδοξος3. σημειωμένος με (αντικ. κατά δοτική)4. ζωγραφισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.